υπέρδικος

υπέρδικος
-ον, Α
1. περισσότερο από δίκαιος, πολύ αυστηρός
2. συνήγορος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπερδίκως — ὑπέρδικος more than just adverbial ὑπέρδικος more than just masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρδικον — ὑπέρδικος more than just masc/fem acc sg ὑπέρδικος more than just neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρδικοι — ὑπέρδικος more than just masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρδικ' — ὑπέρδικα , ὑπέρδικος more than just neut nom/voc/acc pl ὑπέρδικε , ὑπέρδικος more than just masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • υπερδικώ — έω, Α [ὑπέρδικος] υπερασπίζομαι κάποιον στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”